- αποπαίρνω
- αποπαίρνω, αποπήρα βλ. πίν. 185
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αποπαίρνω — επιτιμώ αυστηρά, συμπεριφέρομαι με σκαιότητα σε κάποιον («μην τ αποπαίρνεις το παιδί, δεν φταίει») … Dictionary of Greek
αποπαίρνω — αποπήρα και απόπηρα, αποπάρθηκα, αποπαρμένος, μαλώνω, κατσαδιάζω κάποιον: Μην αποπαίρνεις έτσι το κορίτσι, θα μαραζώσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακοπαίρνω — 1. παίρνω κάτι στραβά, παρερμηνεύω, παρεξηγώ 2. συμπεριφέρομαι σκληρά και απότομα σε κάποιον, αποπαίρνω 3. αντιλαμβάνομαι δύσκολα, είμαι δυσμαθής («τά κακοπαίρνει τα γράμματα») … Dictionary of Greek
προγκίζω — και προγκάρω και προγκώ, άω και δ. γρφ. προγγίζω και προγγώ, άω, Ν [πρόγκα] 1. διώχνω κάποιον με φωνές και θόρυβο 2. χλευάζω ή αποδοκιμάζω ομαδικά 3. συμπεριφέρομαι απότομα ή βάναυσα σε κάποιον, τόν αποπαίρνω 4. (αμτβ.) (για ζώο) τρομάζω,… … Dictionary of Greek
προπαίρνω — ΝΜ 1. προκαταλαμβάνω κάποιον ενώ μιλάει, απαντώ προτού ολοκληρώσει τη σκέψη του 2. προϋπαντώ («και δεν προβάλλ η λυγερή νά ρτει να με προπάρει», δημοτ. τραγούδι) 3. προλαβαίνω, κάνω κάτι πριν από οτιδήποτε άλλο μσν. επιτιμώ, αποπαίρνω κάποιον … Dictionary of Greek
κακοπαίρνω — κακοπήρα, κακοπάρθηκα, κακοπαρμένος 1. παίρνω κάτι σαν κακό, το παρεξηγώ: Του είπα πως είναι αψός κι αυτός το κακοπήρε. 2. φέρνομαι με κακό τρόπο, αποπαίρνω: Μην τον κακοπαίρνεις, γιατί άλλος φταίει κι όχι αυτός. 3. είμαι δυσμαθής: Τα κακοπαίρνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραπαίρνω — παραπήρα, παραπάρθηκα, παραπαρμένος 1. παίρνω κάτι περισσότερο απ όσο πρέπει, ξεπερνώ τα όρια: Παραπήρα φόρα και δεν ήξερα τι έλεγα. 2. μαλώνω, αποπαίρνω κάποιον: Δεν πρόφτασε ούτε καλημέρα να πει το παιδί και το παραπήρες. 3. μέσ., παραφέρνομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προγκίζω — και προγκάω πρόγκιξα, προγκισμένος 1. μτβ., με φωνές αποδιώχνω: Πρόγκα τα πρόβατα να πάνε πέρα. 2. κοροϊδεύω, αποδοκιμάζω με φωνές: Μόλις ανέβηκε στο βήμα, τον πρόγκιξε το πλήθος. 3. φέρνομαι βάναυσα, διώχνω κάποιον, τον αποπαίρνω: Ήρθε να μου… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προπαίρνω — προπήρα, αποπαίρνω, μαλώνω, κατσαδιάζω κάποιον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)